ξετέντωμα

ξετέντωμα
το ослабление (натянутой верёвки и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξετέντωμα" в других словарях:

  • ξετέντωμα — το [ξετεντώνω] ξεσφίξιμο, λασκάρισμα, χαλάρωση …   Dictionary of Greek

  • ξετέντωμα — το, ατος χαλάρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτόνωση — Η αύξηση του όγκου ενός αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στη μείωση της πίεσής του. Το έργο W που παράγει ένα αέριο στο περιβάλλον του, όταν εκτονώνεται, είναι:W =pdV, όπου p η πίεση που επιφέρεται πάνω ή από το αέριο και …   Dictionary of Greek

  • ξέσφιγμα — το [ξεσφίγγω] λύσιμο πράγματος δεμένου ή χαλάρωση πράγματος σφιγμένου, ξετέντωμα, λασκάρισμα …   Dictionary of Greek

  • εκτόνωση — η 1. χαλάρωση της έντασης, ξετέντωμα, ξελασκάρισμα. 2. (μηχ.), απότομη ελάττωση της πίεσης αερίου, που γίνεται με την αύξηση του όγκου του. 3. (φυσ.), η αύξηση του όγκου αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στην ελάττωση της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»